- ένεμα
- το мед. клизма
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἔνεμα — injection neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένεμα — το (Α ἔνεμα) 1. αυτό το οποίο ενίεται, εισάγεται με κλυστήρι 2. κλύσμα … Dictionary of Greek
ἔνεμ' — ἔνεμα , ἔνεμα injection neut nom/voc/acc sg ἔνεμε , νέμω deal out imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεμάτων — ἔνεμα injection neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνέμασι — ἔνεμα injection neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνέμασιν — ἔνεμα injection neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνέματα — ἔνεμα injection neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνέματι — ἔνεμα injection neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνέματος — ἔνεμα injection neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Enema — Not to be confused with Edema. This rectal bulb syringe may be used to administer smaller enemas … Wikipedia
enema — (Del lat. enema < gr. enema.) ► sustantivo masculino MEDICINA Líquido que se introduce en los intestinos, a través del ano, con fines laxantes, terapéuticos o diagnósticos. SINÓNIMO lavativa * * * enema1 (del lat. «enhaemon», del gr.… … Enciclopedia Universal